- ἀναμφίδοξος
- ἀν-αμφί-δοξος, unbedenklich, entschieden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αναμφίδοξος — ἀναμφίδοξος, ον (Α) [ἀμφίδοξος] αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχουν διχογνωμίες, διαφωνίες, αναμφισβήτητος, αδιάσειστος … Dictionary of Greek